- ντόμινο
- το1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες3. (κατ' επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα4. είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού που παίζεται από δύο ή τέσσερεις παίκτες με 28 μικρά ορθογώνια πλακίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. domino < λατ. domino, δοτ. του dominus «κύριος». Το παιχνίδι ντόμινο ονομάστηκε έτσι επειδή ο νικητής αναφωνούσε τη λ. domino σε ένδειξη πανηγυρισμού].
Dictionary of Greek. 2013.